οξο-

οξο-
χημ. πρόθεμα όρων τής χημείας που υποδηλώνει την παρουσία, στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, ενός ατόμου οξυγόνου ενωμένου με διπλό δεσμό με ένα άλλο άτομο, όπως είναι λ.χ. το άτομο οξυγόνου τής ομάδας τού καρβονυλίου, η οποία είναι χαρακτηριστική τών αλδεϋδών και τών κετονών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδροξύλιο — το, Ν χημ. η μονοσθενής ρίζα ΟΗ, η οποία απαντά σε μεγάλο αριθμό χημικών ενώσεων, όπως είναι το νερό, τα υδροξείδια μετάλλων, οι αλκοόλες, τα υδροξυοξέα κ.ά., καθώς και τού αντίστοιχου ανιόντος OH , που απαντά στα υδατικά διαλύματα τών βάσεων.… …   Dictionary of Greek

  • Ραζάν, Μαχμούντ — (1295 – 1304). Μογγόλος βασιλιάς της Περσίας. Ασπάστηκε τον ισλαμισμό και διακήρυξε την ανεξαρτησία του απέναντι στο Πεκίνο. Στόλισε με σημαντικά έργα τέχνης την πρωτεύουσά του Ταμπρίζ, σύνταξε κτηματολόγιο για να μπορεί να επιβάλει φορολογία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”