- οξο-
- χημ. πρόθεμα όρων τής χημείας που υποδηλώνει την παρουσία, στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, ενός ατόμου οξυγόνου ενωμένου με διπλό δεσμό με ένα άλλο άτομο, όπως είναι λ.χ. το άτομο οξυγόνου τής ομάδας τού καρβονυλίου, η οποία είναι χαρακτηριστική τών αλδεϋδών και τών κετονών.
Dictionary of Greek. 2013.